- επίκλοπος
- ἐπίκλοπος, -ον (AM) [επικλέπτω]1. δόλιος, πανούργος, κατεργάρης («ὑπεροπῆά τ’ ἔμεν καὶ ἐπίκλοπον», Ομ. Οδ.)2. πονηρός, απατηλός σε κάτι («ἀλλά τις ἀρτιεπὴς καὶ ἐπίκλοπος ἔπλεο μύθων», Ομ. Ιλ.)3. αυτός που χειρίζεται κάτι με επιδεξιότητα (α. «ἐπίκλοπος ἔπλετο τόξων», Ομ. Οδ.β. «ἐπίκλοπος ἔπλετο δογμάτων τε καὶ λόγων παντοδαπῶν», Πλούτ.).επίρρ...ἐπικλόπωςδόλια, απατηλά.
Dictionary of Greek. 2013.